- συγχρίω
- ΜΑ(ενεργκαι μέσ.) αλείφω συγχρόνως ή αλείφω σε ολόκληρη την επιφάνειααρχ.παθ. συγχρίομαιτρίβομαι, αλείφομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + χρίω «τρίβω, αλείφω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσσυγχρίω — Α επιχρίω, αλείφω ακόμη μια φορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + συγχρίω «επιχρίω»] … Dictionary of Greek
προσυγχρίω — Α [συγχρίω] χρίω, αλείφω προηγουμένως … Dictionary of Greek
συγχρισμός — ὁ, ΜΑ [συγχρίω] σύγχρισμα* … Dictionary of Greek
συγχριστός — όν, ΜΑ [συγχρίω] αυτός που χρησιμεύει ως σύγχρισμα*, ως αλοιφή … Dictionary of Greek
σύγχρισμα — τὸ, ΜΑ [συγχρίω] αλοιφή … Dictionary of Greek
υποσυγχρίω — Α χρίω, αλείφω κάτι αποκάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + συγχρίω «αλείφω σε όλη την επιφάνεια»] … Dictionary of Greek